- εγγύς
- επίρρ. (AM ἐγγύς)1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση2. (για χρόνο) κοντά3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως5. οι εγγύςοι συγγενείς.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με τελικό -ς (πρβλ. άλις, ευθύς κ.ά.), για το οποίο υπάρχει αμφιβολία (αν είναι επιρρηματική ή ονοματική κατάληξη. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. είναι σύνθετη με την πρόθεση εν και μια αρχαία αμάρτυρη λέξη για το χέρι (βλ. εγγύη), με αρχική σημ. «κάτω από το χέρι». Κατ' άλλους, και με βάση το λατ. comminus «στα χέρια μαζί», το α' συνθετικό τής λ. είναι το εν τού εις (πρβλ. λατ. sem-el), ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το βαίνω*].
Dictionary of Greek. 2013.